-
1 λυχνία
λυχνία η2) светильник, лампа, лампада;ΦΡ.Этим.дргр. < λύχνος< инд. leuk «светлый, светящийся» -
2 επτάφωτος
επτάφωτος, -η, -οсемисвечный;ΦΡ.επτάφωτη λυχνία η — семисвечник – подсвечник, имеющий семь светильников. В иудейском храме находился в Святая Святых. В православном храме семисвечник располагается в алтаре между престолом и горним местомЭтим.< επτάφωτος < επτά + -φως «семь + свет»
См. также в других словарях:
επτάφωτη λυχνία — Βιβλικός όρος. Λυχνία που άναβε μπροστά στη σκηνή του μαρτυρίου των ιουδαϊκών ναών. Είναι γνωστή στα εβραϊκά ως μενόρα. Η ε.λ. του ναού των Ιεροσολύμων ήταν κατασκευασμένη από καθαρό χρυσό. Στον κορμό της προέβαλλαν τρία κλαδιά του ίδιου ύψους με … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek